κοπίδερμος

κοπίδερμος
κοπίδερμος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοπίδερμος — κοπίδερμος, ον (ΑM) μσν. (για δούλο) αυτός που έχει υποστεί *περιτομή αρχ. το αρσ. ως ουσ. ό κοπίδερμος άτομο άξιο μαστιγώματος, δούλος, μαστιγίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς + δέρμα] …   Dictionary of Greek

  • κοπιδέρμου — κοπίδερμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • κοπιδερμία — κοπιδερμία, ἡ (Μ) [κοπίδερμος] (για δούλους) η περιτομή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”